τράκα

τράκα
η
1) щёлканье бича; 2) паразитизм, тунеядство; 3) выманивание (денег);

§ κάνω τράκες — производить впечатление;

κάνω τράκα — стрелять (папиросу и т. п.);

κοστούμι πού κάνει τράκες — потрясающий костюм


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τράκα" в других словарях:

  • τράκα — η 1. στράκα (βλ. λ.): Κάνει τράκες, κάνει εντύπωση. 2. είδος κροτίδας, τρακατρούκα: Ακούστηκαν πολλές τράκες στην Ανάσταση. 3. σύγκρουση οχήματος με άλλο: Πολύνεκρη τράκα. 4. αναιδής λήψη δωρεάν, πράγματος που ανήκει σε άλλον, σελεμιά, αμάκα: Μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράκα — η, Ν 1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου 2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα 3. φρ. α) «κάνω τράκα» ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω β) «κάνω τράκες» (συνήθως σχετικά με ενδυμασία)… …   Dictionary of Greek

  • κομπιναδόρος — ο, θηλ. α αυτός που κάνει κομπίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπίνα + δόρος (< βεν. dore), πρβλ. ταβλα δόρος, τρακα δόρος] …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδόρος — ο αυτός που χειρίζεται τη μεγάλης φωτιστικής ισχύος λυχνία λέμβου αλιευτικού συγκροτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπα + δόρος (< βεν. κατάλ. dore), πρβλ. λουστρα δόρος, τρακα δόρος] …   Dictionary of Greek

  • λιμαδόρος — α, ικο 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. το αρσ. ως ουσ. αυτός που εργάζεται με τη λίμα και λειαίνει επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμα (Ι) + κατάλ. –δόρος (< ιταλ. κατάλ. dore), πρβλ. σουλατσα δόρος, τρακα δόρος] …   Dictionary of Greek

  • μπαγκαδόρος — και μπανκαδόρος, ο (στη χαρτοπαιξία) αυτός που κάνει ή έχει τη μπάγκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάγκα / μπάνκα + κατάλ. δόρος (πρβλ. κολπα δόρος, τρακα δόρος)]· …   Dictionary of Greek

  • τρακαδόρος — ο, θηλ. τρακαδόρα και τρακαδόρισσα, Ν 1. αυτός που συνηθίζει να ζητά και να παίρνει από τους άλλους χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τα επιστρέφει, που κάνει τράκες 2. συνεκδ. κατεργάρης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράκα + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα… …   Dictionary of Greek

  • τρακατρούκα — και στρακαστρούκα, η, Ν 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα 2. στον πληθ. οι τρακατρούκες μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Τζαμάλας, Παπακώστας — Αγωνιστής και πολιτικός. Καταγόταν από τη Φθιώτιδα. Πήρε ενεργά μέρος στην Επανάσταση, μαζί με τους αδελφούς του, και διακρίθηκε σε πολλές μάχες υπό τις διαταγές των αρματολών Κοντογιανναίων της Υπάτης. Μετά τον θάνατο του I. Καποδίστρια, στη… …   Dictionary of Greek

  • τρακάρισμα — το, ατος 1. σύγκρουση οχήματος με άλλο, τράκα, τράκο: Φονικό τρακάρισμα. 2. συμπλοκή, τσάκωμα, άρπαγμα: Τρακάρισμα με πολύ ξύλο. 3. ξαφνική συνάντηση: Τρακάρισμα με παλιό φίλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»